αγαπητερός

αγαπητερός
-ή, -ό [αγαπητός]
1. αγαπητός, αξιαγάπητος
2. ο γεμάτος αγάπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγαπητερός — ή, ό γεμάτος αγάπη, αξιαγάπητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”